Constantino Kavafis
La
cámara estaba raída y sucia,
oculta encima de una dudosa taberna.
Desde
la ventana se veía el callejón,
crudo
y estrecho. De abajo
llegaban
las voces de los trabajadores
jugando
a las cartas y divirtiéndose.
Y
allí, en la popular y humilde cama
tuve
al cuerpo del amor, los labios
de
embriaguez sensual y de color rojo
–un
rojo de dicha que intoxicaba
y
al escribir ¡luego de todos estos años!,
aun
en mi casa solitaria, me emborrachan.
“Μια
Νύχτα”
Η κάμαρα ήταν
πτωχική και πρόστυχη,
κρυμένη επάνω
από την ύποπτη ταβέρνα.
Aπ’ το παράθυρο
φαίνονταν το σοκάκι,
το ακάθαρτο και
το στενό. Aπό κάτω
ήρχονταν η φωνές
κάτι εργατών
που έπαιζαν χαρτιά και
που γλεντούσαν.
Κ’ εκεί στο
λαϊκό, το ταπεινό κρεββάτι
είχα το
σώμα του έρωτος, είχα τα χείλη
τα
ηδονικά και ρόδινα της μέθης —
τα
ρόδινα μιας τέτοιας μέθης, που και
τώρα
που γράφω, έπειτ’ από τόσα
χρόνια!,
μες στο μονήρες σπίτι μου,
μεθώ ξανά.
Una noche embriagadora,para el recuerdo.
ResponderEliminarBesos.
Claro, así es.
Eliminarme gusta Kavafis, pero esta vez me he entretenido con elas palabras griegas, la mente se me fue a mis años universitarios...
ResponderEliminar¡qué tiempos!